πεπτόνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πεπτόνη | οι | πεπτόνες |
γενική | της | πεπτόνης | των | πεπτονών |
αιτιατική | την | πεπτόνη | τις | πεπτόνες |
κλητική | πεπτόνη | πεπτόνες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πεπτόνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Pepton[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική peptone[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική peptone[1] < αρχαία ελληνική πεπτός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπεπτόνη θηλυκό
- (βιοχημεία) οποιοδήποτε υδατοδιαλυτό μείγμα πολυπεπτιδίων και αμινοξέων που σχηματίζεται από τη μερική υδρόλυση πρωτεΐνης
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πέψη
Μεταφράσεις
επεξεργασία πεπτόνη