Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πεπτόνη οι πεπτόνες
      γενική της πεπτόνης των πεπτονών
    αιτιατική την πεπτόνη τις πεπτόνες
     κλητική πεπτόνη πεπτόνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πεπτόνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Pepton[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική peptone[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική peptone[1] < αρχαία ελληνική πεπτός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πεπτόνη θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη πέψη

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 1,2 πεπτόνηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)