• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

πολυπεπτίδιο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πολυπεπτίδιο τα πολυπεπτίδια
      γενική του πολυπεπτίδιου
& πολυπεπτιδίου
των πολυπεπτίδιων
& πολυπεπτιδίων
    αιτιατική το πολυπεπτίδιο τα πολυπεπτίδια
     κλητική πολυπεπτίδιο πολυπεπτίδια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
πολυπεπτίδιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική polypeptide < αρχαία ελληνική πολύς + πεπτός < πέπτω

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πολυπεπτίδιο ουδέτερο

  • (βιοχημεία) αλυσίδες αμινοξέων που σχηματίζουν τα βασικά δομικά στοιχεία των πρωτεϊνών

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    πολυπεπτίδιο
  • αγγλικά : polypeptide (en)
  • γαλλικά : polypeptide (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=πολυπεπτίδιο&oldid=6712857"
Τελευταία επεξεργασία στις 22 Απριλίου 2024, στις 07:15

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 22 Απριλίου 2024, στις 07:15.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας