πεπτός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | πεπτός | ἡ | πεπτή | τὸ | πεπτόν |
γενική | τοῦ | πεπτοῦ | τῆς | πεπτῆς | τοῦ | πεπτοῦ |
δοτική | τῷ | πεπτῷ | τῇ | πεπτῇ | τῷ | πεπτῷ |
αιτιατική | τὸν | πεπτόν | τὴν | πεπτήν | τὸ | πεπτόν |
κλητική ὦ! | πεπτέ | πεπτή | πεπτόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | πεπτοί | αἱ | πεπταί | τὰ | πεπτᾰ́ |
γενική | τῶν | πεπτῶν | τῶν | πεπτῶν | τῶν | πεπτῶν |
δοτική | τοῖς | πεπτοῖς | ταῖς | πεπταῖς | τοῖς | πεπτοῖς |
αιτιατική | τοὺς | πεπτούς | τὰς | πεπτᾱ́ς | τὰ | πεπτᾰ́ |
κλητική ὦ! | πεπτοί | πεπταί | πεπτᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πεπτώ | τὼ | πεπτᾱ́ | τὼ | πεπτώ |
γεν-δοτ | τοῖν | πεπτοῖν | τοῖν | πεπταῖν | τοῖν | πεπτοῖν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπεπτός
Πηγές
επεξεργασία- πεπτός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.