Δείτε επίσης: πεπτικός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική πεπτός πεπτή τὸ πεπτόν
      γενική τοῦ πεπτοῦ τῆς πεπτῆς τοῦ πεπτοῦ
      δοτική τῷ πεπτ τῇ πεπτ τῷ πεπτ
    αιτιατική τὸν πεπτόν τὴν πεπτήν τὸ πεπτόν
     κλητική ! πεπτέ πεπτή πεπτόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ πεπτοί αἱ πεπταί τὰ πεπτᾰ́
      γενική τῶν πεπτῶν τῶν πεπτῶν τῶν πεπτῶν
      δοτική τοῖς πεπτοῖς ταῖς πεπταῖς τοῖς πεπτοῖς
    αιτιατική τοὺς πεπτούς τὰς πεπτᾱ́ς τὰ πεπτᾰ́
     κλητική ! πεπτοί πεπταί πεπτᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πεπτώ τὼ πεπτᾱ́ τὼ πεπτώ
      γεν-δοτ τοῖν πεπτοῖν τοῖν πεπταῖν τοῖν πεπτοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πεπτός < πέπτω + -τός

  Επίθετο

επεξεργασία

πεπτός