↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πεπονοκέφαλος η πεπονοκέφαλη το πεπονοκέφαλο
      γενική του πεπονοκέφαλου της πεπονοκέφαλης του πεπονοκέφαλου
    αιτιατική τον πεπονοκέφαλο την πεπονοκέφαλη το πεπονοκέφαλο
     κλητική πεπονοκέφαλε πεπονοκέφαλη πεπονοκέφαλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πεπονοκέφαλοι οι πεπονοκέφαλες τα πεπονοκέφαλα
      γενική των πεπονοκέφαλων των πεπονοκέφαλων των πεπονοκέφαλων
    αιτιατική τους πεπονοκέφαλους τις πεπονοκέφαλες τα πεπονοκέφαλα
     κλητική πεπονοκέφαλοι πεπονοκέφαλες πεπονοκέφαλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πεπονοκέφαλος < πεπόνι + -ο- + κεφάλι + -ος

  Επίθετο

επεξεργασία

πεπονοκέφαλος, -η, -ο

  1. που το σχήμα του κεφαλιού του μοιάζει με πεπόνι
  2. (κατ’ επέκταση) (μεταφορικά) χοντροκέφαλος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία