↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πεπονοειδής η πεπονοειδής το πεπονοειδές
      γενική του πεπονοειδούς* της πεπονοειδούς του πεπονοειδούς
    αιτιατική τον πεπονοειδή την πεπονοειδή το πεπονοειδές
     κλητική πεπονοειδή(ς) πεπονοειδής πεπονοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πεπονοειδείς οι πεπονοειδείς τα πεπονοειδή
      γενική των πεπονοειδών των πεπονοειδών των πεπονοειδών
    αιτιατική τους πεπονοειδείς τις πεπονοειδείς τα πεπονοειδή
     κλητική πεπονοειδείς πεπονοειδείς πεπονοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πεπονοειδής < πεπόνι + -ο- + -ειδής

  Επίθετο

επεξεργασία

πεπονοειδής

  1. (λόγιο) που μοιάζει με πεπόνι
  2. (ουσιαστικοποιημένο) πεπονοειδή

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία