πεπονοειδή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | πεπονοειδή | ||
γενική | των | πεπονοειδών | ||
αιτιατική | τα | πεπονοειδή | ||
κλητική | πεπονοειδή | |||
Κατηγορία όπως «αιλουροειδές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πεπονοειδή < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πεπονοειδής
Ουσιαστικό επεξεργασία
πεπονοειδή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Υπώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη πεπόνι
Μεταφράσεις επεξεργασία
πεπονοειδή
|