χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός
με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πειστικότερος η πειστικότερη το πειστικότερο
      γενική του πειστικότερου της πειστικότερης του πειστικότερου
    αιτιατική τον πειστικότερο την πειστικότερη το πειστικότερο
     κλητική πειστικότερε πειστικότερη πειστικότερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πειστικότεροι οι πειστικότερες τα πειστικότερα
      γενική των πειστικότερων των πειστικότερων των πειστικότερων
    αιτιατική τους πειστικότερους τις πειστικότερες τα πειστικότερα
     κλητική πειστικότεροι πειστικότερες πειστικότερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πειστικότερος < πειστικ-ότερος, συγκριτικός βαθμός του πειστικός

  Επίθετο

επεξεργασία

πειστικότερος, -η, -ο

  • που είναι πιο πειστικός, που φαίνεται περισσότερο σαν αληθινός π.χ. για ένα ψέμα, που σε πείθει ευκολότερα
    σε μία πλασματική μα αληθοφανέστερη' πραγματικότητα
    Χρειάζονται πειστικότερα επιχειρήματα

Παράγωγα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία