Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πεζόβολο τα πεζόβολα
      γενική του πεζόβολου των πεζόβολων
    αιτιατική το πεζόβολο τα πεζόβολα
     κλητική πεζόβολο πεζόβολα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πεζόβολο < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική πεζόβολος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πεζόβολο ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία