Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πεζόβολος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πεζόβολος < πέζ(α) (το κάτω μέρος ενός σώματος, ελληνιστική σημασία: στρογγυλό αλιευτικό δίχτυ) + -ό- + -βολος (< αρχαία ελληνική βάλλω). Μορφολογικά αναλύεται σε πέζ(α) + -ό- + -βολος. Απαντά και ως πεζόβολο (ουδετέρου γένους) με μεταπλασμό από την αιτιατική πτώση.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πεζόβολος αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία


Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πεζόβολος < πέζ(α) (το κάτω μέρος ενός σώματος, ελληνιστική σημασία: στρογγυλό αλιευτικό δίχτυ) + -ό- + -βολος (< αρχαία ελληνική βάλλω).

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πεζόβολος αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία