πεζόβολος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πεζόβολος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πεζόβολος < πέζ(α) (το κάτω μέρος ενός σώματος, ελληνιστική σημασία: στρογγυλό αλιευτικό δίχτυ) + -ό- + -βολος (< αρχαία ελληνική βάλλω). Μορφολογικά αναλύεται σε πέζ(α) + -ό- + -βολος. Απαντά και ως πεζόβολο (ουδετέρου γένους) με μεταπλασμό από την αιτιατική πτώση.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπεζόβολος αρσενικό
- (αλιεία) άλλη μορφή του πεζόβολο
Πηγές
επεξεργασία- πεζόβολο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πεζόβολο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Ετυμολογία
επεξεργασία- πεζόβολος < πέζ(α) (το κάτω μέρος ενός σώματος, ελληνιστική σημασία: στρογγυλό αλιευτικό δίχτυ) + -ό- + -βολος (< αρχαία ελληνική βάλλω).
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπεζόβολος αρσενικό
- (αλιεία) είδος αλιευτικού διχτιού για ψάρεμα κοντά στην ακτή
- ※ 16ος/17ος αιώνας ⌘ Βιτσέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος/Β, στίχ. 473 (473-476)
- κ' εις τ' ακρογιάλιν είς ψαράς πεζόβολον εκράτει,
μα βλέποντας τη θάλασσαν τα κύματα γεμάτη,
με το δακτύλι του ήδειχνε, τάχα ο καιρός δε σάζει,
να κυνηγήσει, να χαρεί, σαν καταπώς λογιάζει.
- κ' εις τ' ακρογιάλιν είς ψαράς πεζόβολον εκράτει,
- ※ 16ος/17ος αιώνας ⌘ Βιτσέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος/Β, στίχ. 473 (473-476)
Πηγές
επεξεργασία- πεζόβολος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- σελ. 291, Τόμος ΙΕ΄ --Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.