Δείτε επίσης: πατρωνία, πατρωνεία, πατρωνυμία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πατρονία οι πατρονίες
      γενική της πατρονίας των πατρονιών
    αιτιατική την πατρονία τις πατρονίες
     κλητική πατρονία πατρονίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πατρονία < πάτρον(ας) + -ία (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική patronage)[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πατρονία θηλυκό

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία