πατρωνεία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πατρωνεία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πατρωνεία / πατρωνία < → δείτε πάτρων
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπατρωνεία θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία πατρωνεία
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πατρωνείᾱ | αἱ | πατρωνεῖαι |
γενική | τῆς | πατρωνείᾱς | τῶν | πατρωνειῶν |
δοτική | τῇ | πατρωνείᾳ | ταῖς | πατρωνείαις |
αιτιατική | τὴν | πατρωνείᾱν | τὰς | πατρωνείᾱς |
κλητική ὦ! | πατρωνείᾱ | πατρωνεῖαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πατρωνείᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πατρωνείαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πατρωνεία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπατρωνεία θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) η πατρωνία (πατρονία)
- άλλες μορφές: πατρωνία
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πατρωνεία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.