Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πατρωνία οι πατρωνίες
      γενική της πατρωνίας των πατρωνιών
    αιτιατική την πατρωνία τις πατρωνίες
     κλητική πατρωνία πατρωνίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πατρωνία < ελληνιστική κοινή πατρωνία / πατρωνεία → και δείτε τη λέξη πατρονία & αρχαία ελληνικά πατρωνεία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πατρωνία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πατρωνί αἱ πατρωνίαι
      γενική τῆς πατρωνίᾱς τῶν πατρωνιῶν
      δοτική τῇ πατρωνί ταῖς πατρωνίαις
    αιτιατική τὴν πατρωνίᾱν τὰς πατρωνίᾱς
     κλητική ! πατρωνί πατρωνίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πατρωνί
γεν-δοτ τοῖν  πατρωνίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πατρωνία θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία