↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρόχθιος η παρόχθια το παρόχθιο
      γενική του παρόχθιου της παρόχθιας του παρόχθιου
    αιτιατική τον παρόχθιο την παρόχθια το παρόχθιο
     κλητική παρόχθιε παρόχθια παρόχθιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρόχθιοι οι παρόχθιες τα παρόχθια
      γενική των παρόχθιων των παρόχθιων των παρόχθιων
    αιτιατική τους παρόχθιους τις παρόχθιες τα παρόχθια
     κλητική παρόχθιοι παρόχθιες παρόχθια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παρόχθιος < παρά + όχθη + -ιος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική riverain)

  Επίθετο

επεξεργασία

παρόχθιος, -α, -ο

  • που βρίσκεται στην όχθη ενός ποταμού ή μιας λίμνης ή κοντά στην όχθη

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία