παρθενοφθορία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παρθενοφθορία < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική παρθενοφθορία. Μορφολογικά αναλύεται σε παρθέν(ος) θηλυκό) + -ο- + αρχαία ελληνική φθορία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαρθενοφθορία θηλυκό
- (σπάνιο, παρωχημένο) διακόρευση παρθένας, βιασμός κοπέλας [1]
- (ειδικότερα, ιστορία) → δείτε τη λέξη παρθενοφοβία στα μεσαιωνικά χρόνια
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία παρθενοφθορία
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Ετυμολογία
επεξεργασία- παρθενοφθορία < παρθέν(ος) (θηλυκό) + -ο- + αρχαία ελληνική φθορία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαρθενοφθορία θηλυκό
- η διακόρευση → δείτε τη λέξη παρθενοφθορία
- Σημείωση: το σε μεγάλο βαθμό υποτιθέμενο αρχοντικό «δικαίωμα της πρώτης νύχτας» κατά τα μεσαιωνικά χρόνια, σύμφωνα με το οποίο ο τοπικός άρχοντας μπορούσε να απαιτήσει να ξεπαρθενέψει, πριν τον επικείμενο γάμο της, μια κοπέλα που ήταν υποτακτική του
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- σελ. 316 1ου μέρους - Somavera, Alessio da / Ἀλέξιος ὁ Σουμαβέραιος (1709), Θησαυρός της ρωμαϊκής και της φραγκικής γλώσσας. Στο Παρίτζι:Από την τυπογραφίαν του Μιχαήλ Γκινιάρδ, ͵αψ΄ θ΄. Τesoro della lingua greca-volgare ed italiana. Parigi:Appresso Michele Guignard, M.DCC.IX. @anemi
- παρθενοφθορία - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)