Δείτε επίσης: παρθενοφοβία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρθενοφθορία οι παρθενοφθορίες
      γενική της παρθενοφθορίας των παρθενοφθοριών
    αιτιατική την παρθενοφθορία τις παρθενοφθορίες
     κλητική παρθενοφθορία παρθενοφθορίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παρθενοφθορία < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική παρθενοφθορία. Μορφολογικά αναλύεται σε παρθέν(ος) θηλυκό) + -ο- + αρχαία ελληνική φθορία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παρθενοφθορία θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
παρθενοφθορία < παρθέν(ος) (θηλυκό) + -ο- + αρχαία ελληνική φθορία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παρθενοφθορία θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • σελ. 316 1ου μέρους - Somavera, Alessio da / Ἀλέξιος ὁ Σουμαβέραιος (1709), Θησαυρός της ρωμαϊκής και της φραγκικής γλώσσας. Στο Παρίτζι:Από την τυπογραφίαν του Μιχαήλ Γκινιάρδ, ͵αψ΄ θ΄. Τesoro della lingua greca-volgare ed italiana. Parigi:Appresso Michele Guignard, M.DCC.IX. @anemi
  • παρθενοφθορία - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)