παρθενοφοβία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παρθενοφοβία < παρθέν(α) + ο + -φοβία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
παρθενοφοβία θηλυκό
- (ψυχολογία) ψυχική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από παράλογο φόβο για τις παρθένες και, γενικότερα, τις κοπέλες και τις νεαρές γυναίκες
Δείτε επίσης επεξεργασία
- νυμφοφοβία (σπάνιο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
παρθενοφοβία