Δείτε επίσης: παρθενοφθορία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρθενοφοβία οι παρθενοφοβίες
      γενική της παρθενοφοβίας των παρθενοφοβιών
    αιτιατική την παρθενοφοβία τις παρθενοφοβίες
     κλητική παρθενοφοβία παρθενοφοβίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παρθενοφοβία < παρθέν(α) + ο + -φοβία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παρθενοφοβία θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία