παραϊατρικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παραϊατρικός < παρα- + ιατρικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική paramedical[1] [2] ή (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική paramédical[1])
Επίθετο
επεξεργασίαπαραϊατρικός, -ή, -ό
- (ιατρική) που σχετίζεται με ενέργειες ή δραστηριότητες επικουρικές και υποστηρικτικές της ιατρικής και των υπηρεσιών υγείας
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- παραϊατρικά επαγγέλματα: οδοντοτεχνίτες, νοσηλευτές, οπτικοί κ.λπ.
Μεταφράσεις
επεξεργασία παραϊατρικός
- ↑ 1,0 1,1 παραϊατρικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ παραϊατρικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας