παρατιθέμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παρατιθέμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα παραθέτω (μετοχή ενεστώτα του παθητικού παρατίθεμαι)
Μετοχή επεξεργασία
παρατιθέμενος, -η, -ο
- (λόγιο) που παρατίθεται
- με τα παρατιθέμενα στοιχεία αποδεικνύεται η αθωότητά τους
- → δείτε τη λέξη παραθέτω
Μεταφράσεις επεξεργασία
παρατιθέμενος
|