Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρατιθέμενος η παρατιθέμενη το παρατιθέμενο
      γενική του παρατιθέμενου της παρατιθέμενης του παρατιθέμενου
    αιτιατική τον παρατιθέμενο την παρατιθέμενη το παρατιθέμενο
     κλητική παρατιθέμενε παρατιθέμενη παρατιθέμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρατιθέμενοι οι παρατιθέμενες τα παρατιθέμενα
      γενική των παρατιθέμενων των παρατιθέμενων των παρατιθέμενων
    αιτιατική τους παρατιθέμενους τις παρατιθέμενες τα παρατιθέμενα
     κλητική παρατιθέμενοι παρατιθέμενες παρατιθέμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρατιθέμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα παραθέτω (μετοχή ενεστώτα του παθητικού παρατίθεμαι)

  Μετοχή επεξεργασία

παρατιθέμενος, -η, -ο

με τα παρατιθέμενα στοιχεία αποδεικνύεται η αθωότητά τους

  Μεταφράσεις επεξεργασία