Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρασπονδυλικός η παρασπονδυλική το παρασπονδυλικό
      γενική του παρασπονδυλικού της παρασπονδυλικής του παρασπονδυλικού
    αιτιατική τον παρασπονδυλικό την παρασπονδυλική το παρασπονδυλικό
     κλητική παρασπονδυλικέ παρασπονδυλική παρασπονδυλικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρασπονδυλικοί οι παρασπονδυλικές τα παρασπονδυλικά
      γενική των παρασπονδυλικών των παρασπονδυλικών των παρασπονδυλικών
    αιτιατική τους παρασπονδυλικούς τις παρασπονδυλικές τα παρασπονδυλικά
     κλητική παρασπονδυλικοί παρασπονδυλικές παρασπονδυλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρασπονδυλικός < παρα- + σπονδυλικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική paraspinal)

  Επίθετο επεξεργασία

παρασπονδυλικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία