↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παρασάγγης οι παρασάγγες
      γενική του παρασάγγη των παρασαγγών
    αιτιατική τον παρασάγγη τους παρασάγγες
     κλητική παρασάγγη παρασάγγες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παρασάγγης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παρασάγγης (μέτρο απόστασης των αρχαίων Περσών) < περσική فرسنگ (farsang) < αρχαία περσική *frasanhva-

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pa.naˈsaŋ.ɟis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ρα‐σάγ‐γης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παρασάγγης αρσενικό

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



ζητούμενο λήμμα