πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρανοειδής η παρανοειδής το παρανοειδές
      γενική του παρανοειδούς* της παρανοειδούς του παρανοειδούς
    αιτιατική τον παρανοειδή την παρανοειδή το παρανοειδές
     κλητική παρανοειδή(ς) παρανοειδής παρανοειδές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρανοειδείς οι παρανοειδείς τα παρανοειδή
      γενική των παρανοειδών των παρανοειδών των παρανοειδών
    αιτιατική τους παρανοειδείς τις παρανοειδείς τα παρανοειδή
     κλητική παρανοειδείς παρανοειδείς παρανοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία