παρανείλιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαρανείλιος, -α, -ο
- (λόγιο) που βρίσκεται δίπλα στον Νείλο ή υπάρχει εκεί
- ※ Παρανείλιο φυτό που οι Αιγύπτιοι επεξεργάζονταν ήδη από την 3η χιλιετία, ο πάπυρος δεν τους προμήθευε μόνο με γραφική ύλη αλλά και με τροφή, φάρμακα, καραβόπανα κ.ά. (Περιοδικό Αρχαιολογία και Τέχνες, 24.06.2011)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία παρανείλιος
|