παραβολικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παραβολικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παραβολικός
- για τον μαθηματικό όρο < (λόγιο δάνειο) γαλλική parabolique < parabole (< ελληνιστική κοινή παραβολή) + -ique[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pa.ɾa.vo.liˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐βο‐λι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
παραβολικός, -ή, -ό
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ παραβολικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- παραβολικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παραβολικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.