Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παραβολή οι παραβολές
      γενική της παραβολής των παραβολών
    αιτιατική την παραβολή τις παραβολές
     κλητική παραβολή παραβολές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραβολή < αρχαία ελληνική παραβάλλω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παραβολή θηλυκό

  1. η σύγκριση δύο αντικειμένων τοποθετημένων το ένα δίπλα στο άλλο με σκοπό τη διαπίστωση ομοιοτήτων ή διαφορών
  2. η αλληγορική διήγηση πραγματικού ή φανταστικού γεγονότος που έχει σαν σκοπό να οδηγήσει σε ηθικά διδάγματα, χρήση τέτοιας μορφής διηγήσεων έκαναν ο Αίσωπος, αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι καθώς και ο Χριστός.
  3. (γεωμετρία) είδος ανοιχτής καμπύλης
  4. (ναυτικός όρος) πλαγιοδέτηση πλοίου

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία