parabole
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- parabole < λατινική parabola < αρχαία ελληνική παραβολή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
parabole | paraboles |
parabole (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
parabole | paraboles |
parabole (fr) θηλυκό