Ετυμολογία

επεξεργασία
parabole < λατινική parabola < αρχαία ελληνική παραβολή

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
parabole paraboles

parabole (fr) θηλυκό

  1. (λογοτεχνία) η παραβολή
  2. (γεωμετρία) η παραβολή
  3. η παραβολική κεραία

Συγγενικά

επεξεργασία