Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παραβίωση οι παραβιώσεις
      γενική της παραβίωσης* των παραβιώσεων
    αιτιατική την παραβίωση τις παραβιώσεις
     κλητική παραβίωση παραβιώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παραβιώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραβίωση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική parabiosis < ελληνιστική κοινή παρά + βίωσις < αρχαία ελληνική βίοω < βίος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παραβίωση θηλυκό

  1. (φυσιολογία) η (φυσική ή χειρουργική) ένωση δύο οργανισμών, ώστε να αναπτύξουν ενιαίο κοινό φυσιολογικό σύστημα
  2. η κοινή διαβίωση διαφορετικών οργανισμών σε κάποιο χώρο
  3. η λαθροβίωση

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία