παραβίωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παραβίωση | οι | παραβιώσεις |
γενική | της | παραβίωσης* | των | παραβιώσεων |
αιτιατική | την | παραβίωση | τις | παραβιώσεις |
κλητική | παραβίωση | παραβιώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, παραβιώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- παραβίωση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική parabiosis < ελληνιστική κοινή παρά + βίωσις < αρχαία ελληνική βίοω < βίος
Ουσιαστικό επεξεργασία
παραβίωση θηλυκό
- (φυσιολογία) η (φυσική ή χειρουργική) ένωση δύο οργανισμών, ώστε να αναπτύξουν ενιαίο κοινό φυσιολογικό σύστημα
- η κοινή διαβίωση διαφορετικών οργανισμών σε κάποιο χώρο
- η λαθροβίωση
Δείτε επίσης επεξεργασία
- parabiosis στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
παραβίωση
|