λαθροβίωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λαθροβίωση | οι | λαθροβιώσεις |
γενική | της | λαθροβίωσης* | των | λαθροβιώσεων |
αιτιατική | τη | λαθροβίωση | τις | λαθροβιώσεις |
κλητική | λαθροβίωση | λαθροβιώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, λαθροβιώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λαθροβίωση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα λαθροβίω(σις) + -ση. Μορφολογικά αναλύεται σε λαθρο- + βίωση
- για τον όρο της βιολογίας • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /la.θɾoˈvi.o.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λα‐θρο‐βί‐ω‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλαθροβίωση θηλυκό
- το να ζει κανείς λάθρα, χωρίς να γίνεται αντιληπτός, χωρίς να προκαλεί προσοχή, όπως ο τρόπος της ζωής του λαθρόβιου
- (βιολογία) η κατάσταση κατώτερων οργανισμών (όπως σπέρματα) με μειωμένες ή αδρανείς τις φυσιολογικές λειτουργίες τους, δίνοντας την εντύπωση ότι δεν έχουν ζωή, αλλά περιμένοντας ευνοϊκές συνθήκες για να αφυπνιστούν, να βλαστήσουν
Δείτε επίσης
επεξεργασία- seed dormancy στην αγγλική Βικιπαίδεια (κατάσταση σπόρων εν υπνώσει)
Μεταφράσεις
επεξεργασία τρόπος ζωής του λαθρόβιου
|
όρος της βιολογίας
|
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .