Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λαθρόβιος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
λαθρόβι
ος
η
λαθρόβι
α
το
λαθρόβι
ο
γενική
του
λαθρόβι
ου
της
λαθρόβι
ας
του
λαθρόβι
ου
αιτιατική
τον
λαθρόβι
ο
τη
λαθρόβι
α
το
λαθρόβι
ο
κλητική
λαθρόβι
ε
λαθρόβι
α
λαθρόβι
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
λαθρόβι
οι
οι
λαθρόβι
ες
τα
λαθρόβι
α
γενική
των
λαθρόβι
ων
των
λαθρόβι
ων
των
λαθρόβι
ων
αιτιατική
τους
λαθρόβι
ους
τις
λαθρόβι
ες
τα
λαθρόβι
α
κλητική
λαθρόβι
οι
λαθρόβι
ες
λαθρόβι
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
θαυμάσιος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
λαθρόβιος
<
λαθρό-
+
-βιος
(
λάθρα
-
κρυφά)
Επίθετο
επεξεργασία
λαθρόβιος, -α, -ο
που ζει χωρίς να γίνεται αντιληπτός από τους άλλους, που ζει και ενεργεί κρυφά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λαθρόβιος