↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λαθρόβιος η λαθρόβια το λαθρόβιο
      γενική του λαθρόβιου της λαθρόβιας του λαθρόβιου
    αιτιατική τον λαθρόβιο τη λαθρόβια το λαθρόβιο
     κλητική λαθρόβιε λαθρόβια λαθρόβιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λαθρόβιοι οι λαθρόβιες τα λαθρόβια
      γενική των λαθρόβιων των λαθρόβιων των λαθρόβιων
    αιτιατική τους λαθρόβιους τις λαθρόβιες τα λαθρόβια
     κλητική λαθρόβιοι λαθρόβιες λαθρόβια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λαθρόβιος < λαθρό- + -βιος (λάθρα - κρυφά)

  Επίθετο

επεξεργασία

λαθρόβιος, -α, -ο

  • που ζει χωρίς να γίνεται αντιληπτός από τους άλλους, που ζει και ενεργεί κρυφά

  Μεταφράσεις

επεξεργασία