Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παρέμβυσμα τα παρεμβύσματα
      γενική του παρεμβύσματος των παρεμβυσμάτων
    αιτιατική το παρέμβυσμα τα παρεμβύσματα
     κλητική παρέμβυσμα παρεμβύσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρέμβυσμα < ελληνιστική κοινή παρεμβύω + -μα. Αναλύεται σε παρ- + έμβυσμα (έμ- + βύσμα)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /paˈɾeɱ.vi.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ρέμ‐βυ‐σμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παρέμβυσμα ουδέτερο

  1. οτιδήποτε υπάρχει ανάμεσα από δύο πράγματα ή επιφάνειες ή γεμίζει το κενό
  2. (λόγιο) τσιμούχα, φλάντζα

  Μεταφράσεις επεξεργασία