Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τσιμούχα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Υποκοριστικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
τσιμούχ
α
οι
τσιμούχ
ες
γενική
της
τσιμούχ
ας
των
τσιμουχ
ών
αιτιατική
την
τσιμούχ
α
τις
τσιμούχ
ες
κλητική
τσιμούχ
α
τσιμούχ
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
τσιμούχα
<
βενετική
cimozza
,
ούγια
(
ιταλική
:
cimossa
)
τσιμούχες σε διάφορα σχήματα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τσιμούχα
θηλυκό
εξάρτημα που τοποθετείται ανάμεσα σε δύο επιφάνειες για
στεγανοποίηση
≈
συνώνυμα
:
παρέμβυσμα
Υποκοριστικά
επεξεργασία
τσιμουχούλα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τσιμούχα
αγγλικά
:
gasket
(en)
ισπανικά
:
junta
(es)
πολωνικά
:
uszczelka
(pl)