Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσιμούχα οι τσιμούχες
      γενική της τσιμούχας των τσιμουχών
    αιτιατική την τσιμούχα τις τσιμούχες
     κλητική τσιμούχα τσιμούχες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσιμούχα < βενετική cimozza, ούγια (ιταλική: cimossa)
 
τσιμούχες σε διάφορα σχήματα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τσιμούχα θηλυκό

  1. εξάρτημα που τοποθετείται ανάμεσα σε δύο επιφάνειες για στεγανοποίηση
     συνώνυμα: παρέμβυσμα

Υποκοριστικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία