παντογνώστης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παντογνώστης < παντο- + γνώστης (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική omniscient
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pan.doˈɣno.stis/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαντογνώστης αρσενικό (θηλυκό: παντογνώστρια)
- αυτός που γνωρίζει τα πάντα· αναφέρεται ως ιδιότητα του Θεού και, με κάποια σχετικότητα, για ανθρώπους με μεγάλο εύρος γνώσεων
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- παντογνωσία
- παντογνώστρια
- → δείτε τις λέξεις πας και γνώση
Μεταφράσεις
επεξεργασία παντογνώστης