Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παγγνώστης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
παγγνώστ
ης
οι
παγγνώστ
ες
γενική
του
παγγνώστ
η
των
παγγνωστ
ών
αιτιατική
τον
παγγνώστ
η
τους
παγγνώστ
ες
κλητική
παγγνώστ
η
παγγνώστ
ες
Κατηγορία
όπως «
ναύτης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
παγγνώστης
<
παν-
+
γνώστης
Η λέξη πρωτοχρησιμοποιήθηκε το 1890
Ουσιαστικό
επεξεργασία
παγγνώστης
αρσενικό
(
παρωχημένο
) που
γνωρίζει
τα πάντα
Συνώνυμα
επεξεργασία
παντογνώστης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παγγνώστης
→
δείτε
τη λέξη
παντογνώστης