Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η παλαιοβιολόγος οι παλαιοβιολόγοι
      γενική του/της παλαιοβιολόγου των παλαιοβιολόγων
    αιτιατική τον/την παλαιοβιολόγο τους/τις παλαιοβιολόγους
     κλητική παλαιοβιολόγε παλαιοβιολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παλαιοβιολόγος < παλαιο- + βιο- + -λόγος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική paleobiologist < αρχαία ελληνική παλαιός + βίος + λέγω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παλαιοβιολόγος αρσενικό ή θηλυκό

  • (βιολογία, επάγγελμα) βιολόγος που ειδικεύεται στην παλαιοντολογία
    ※  Οι ερευνητές από πολλές χώρες, με επικεφαλής τον παλαιοβιολόγο Στέρλινγκ Νέσμπιτ, του Πολυτεχνικού Ινστιτούτου και του Πολιτειακού Πανεπιστημίου της Βιρτζίνια (Virginia Tech), που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό Nature, ανακάλυψαν στη νότια Τανζανία της Αφρικής, το απολίθωμα ενός στενού συγγενούς των δεινοσαύρων, του Teleocrater rhadinus. (* εφημερδία Το Βήμα)

  Μεταφράσεις επεξεργασία