παλάμισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παλάμισμα < παλαμίζ(ω) + -μα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /paˈla.mi.zma/
Ουσιαστικό επεξεργασία
παλάμισμα ουδέτερο
- (ναυτικός όρος) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του παλαμίζω, η επάλειψη των υφάλων βάρκας ή άλλου πλεούμενου με πίσσα ή άλλη αδιάβροχη ουσία για στεγανοποίηση