παθοπλάνταχτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παθοπλάνταχτος < παθοπλαντάζω, θέμα παθοπλαντακ-[1] + -τος με τροπή [kt] > [xt] (προσαρμογή στη δημοτική) → δείτε τις λέξεις πάθος και πλαντάζω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.θoˈplan.da.xtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐θο‐πλά‐ντα‐χτος
Επίθετο
επεξεργασίαπαθοπλάνταχτος, -η, -ο
- που παθοπλαντάζει, που πλαντάζει από το πάθος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία παθοπλάνταχτος
|
Πηγές
επεξεργασία- παθοπλάνταχτος — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
- ↑ θέμα πλαντακ- στο πλαντάζω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.