↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παθοπλάνταχτος η παθοπλάνταχτη το παθοπλάνταχτο
      γενική του παθοπλάνταχτου της παθοπλάνταχτης του παθοπλάνταχτου
    αιτιατική τον παθοπλάνταχτο την παθοπλάνταχτη το παθοπλάνταχτο
     κλητική παθοπλάνταχτε παθοπλάνταχτη παθοπλάνταχτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παθοπλάνταχτοι οι παθοπλάνταχτες τα παθοπλάνταχτα
      γενική των παθοπλάνταχτων των παθοπλάνταχτων των παθοπλάνταχτων
    αιτιατική τους παθοπλάνταχτους τις παθοπλάνταχτες τα παθοπλάνταχτα
     κλητική παθοπλάνταχτοι παθοπλάνταχτες παθοπλάνταχτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παθοπλάνταχτος < παθοπλαντάζω, θέμα παθοπλαντακ-[1] + -τος με τροπή [kt] > [xt] (προσαρμογή στη δημοτική) → δείτε τις λέξεις πάθος και πλαντάζω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pa.θoˈplan.da.xtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐θο‐πλά‐ντα‐χτος

  Επίθετο

επεξεργασία

παθοπλάνταχτος, -η, -ο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. θέμα πλαντακ- στο πλαντάζω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.