Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλαντάζω < λείπει η ετυμολογία

μσν. πλαντά(σσω) μεταπλ. -ζω με βάση το συνοπτ. θ. πλαντακ- < αρχ. πλατάσσω `χτυπώ δύο επίπεδα αντικείμενα΄, ηχηροπ. του μεσοφ. [t] ίσως από επίδρ. του

  Ρήμα επεξεργασία

πλαντάζω, παθ. μτχ.: πλανταγμένος

  1. (αμετάβατο) συγχύζομαι, δυσφορώ, αγανακτώ, θλίβομαι ή νιώθω άλλο αρνητικό συναίσθημα σε πολύ μεγάλο βαθμό
    πλάνταξε στο κλάμα η έρμη

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία