πλανταγμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πλανταγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πλαντάζω
Μετοχή επεξεργασία
πλανταγμένος, -η, -ο
- αυτός που έχει πλαντάξει, που υποφέρει
- πλανταγμένος από έρωτα
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πλανταγμένος
|