↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλανταγμένος η πλανταγμένη το πλανταγμένο
      γενική του πλανταγμένου της πλανταγμένης του πλανταγμένου
    αιτιατική τον πλανταγμένο την πλανταγμένη το πλανταγμένο
     κλητική πλανταγμένε πλανταγμένη πλανταγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλανταγμένοι οι πλανταγμένες τα πλανταγμένα
      γενική των πλανταγμένων των πλανταγμένων των πλανταγμένων
    αιτιατική τους πλανταγμένους τις πλανταγμένες τα πλανταγμένα
     κλητική πλανταγμένοι πλανταγμένες πλανταγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πλανταγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πλαντάζω

πλανταγμένος, -η, -ο

  • αυτός που έχει πλαντάξει, που υποφέρει
    πλανταγμένος από έρωτα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία