Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πλάνταγμα τα πλαντάγματα
      γενική του πλαντάγματος των πλανταγμάτων
    αιτιατική το πλάνταγμα τα πλαντάγματα
     κλητική πλάνταγμα πλαντάγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλάνταγμα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πλάνταγμα ουδέτερο

  1. αβάσταχτη στεναχώρια
  2. πρόκληση ή ξέσπασμα ασυγκράτητου πάθους

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία