παθοπλαντάζω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pa.θo.planˈda.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐θο‐πλα‐ντά‐ζω
Ρήμα επεξεργασία
παθοπλαντάζω, αόρ.: παθοπλάνταξα, μτχ.π.π.: παθοπλανταγμένος (χωρίς παθητική φωνή)
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις πάθος και πλαντάζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
παθοπλαντάζω
|
Πηγές επεξεργασία
- λέξεις με παθοπλαντ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)