παγόπληκτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παγόπληκτος < πάγ(ος) + -ό- + -πληκτος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /paˈɣo.pli.ktos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐γό‐πλη‐κτος
Επίθετο επεξεργασία
παγόπληκτος, -η, -ο [1]
- που πλήγηκε από τη παγωνιά
- ↪ ζήτησαν να κηρυχτεί η περιοχή τους παγόπληκτη για να πάρουν αποζημιώσεις
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σε -ος, -ος, -ο: παγόπληκτος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)