παγκοινιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παγκοινιά | οι | παγκοινιές |
γενική | της | παγκοινιάς | των | παγκοινιών |
αιτιατική | την | παγκοινιά | τις | παγκοινιές |
κλητική | παγκοινιά | παγκοινιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παγκοινιά < μεσαιωνική ελληνική παγκοινία[1] < αρχαία ελληνική πάγκοινος[2] < πᾶς + κοινός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαγκοινιά θηλυκό
- η εθελοντική συνδρομή όλης της κοινότητας στην ολοκλήρωση μιας εργασίας ενός μέλους της κοινότητας ή ενός κοινωφελούς έργου
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία παγκοινιά
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ παγκοινία - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- ↑ πάγκοινος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.