οψίπλουτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οψίπλουτος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὀψίπλουτος. Συγχρονικά αναλύεται σε οψί- (επίρρημα αρχαία ελληνική ὀψέ) + -πλουτος (αρχαία ελληνική πλοῦτος)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /oˈpsi.plu.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐ψί‐πλου‐τος
Επίθετο επεξεργασία
οψίπλουτος, -η, -ο
- (αρχαιοπρεπές) νεόπλουτος
- ※ Ἅμα χαμηλόσουμε κατὰ ἕναν τόνο τὴν εἰσαγωγὴν αὐτὴ θὰ βρεθοῦμε στὴν καρδιὰ τῆς ἐντύπωσης ποὺ ἀφίνει τὸ διάβασμα τῆς «Φλογέρας τοῦ Βασιληά.» Γλῶσσα πλούσια, μὲ πλοῦτο ἐπιδεικτικὸ καὶ λίγο φορτικό. Γλῶσσα περεχυμένη κοσμήματα σὰν κυρία ὀψίπλουτου μὲ γιορτερὴ περιβολή.
- ※ Η πολύπαθη Σταδίου, σήμερα, «μεγαλοφέρουσα, αλαζών, οψίπλουτος, αλλά και προοδεύουσα, αμερικανίζουσα, αγωνιζομένη νικώσα» (εφμ. Ακρόπολις, 1898), θα αναπτυχθεί στο ρέμα του Βοϊδοπνίχτη που από τον Λυκαβηττό, μέσω της Βουκουρεστίου κατέβαινε στον μεγάλη οδό που ήταν για τους άντρες ό,τι ήταν η Ερμού για τις γυναίκες. (Ανθούλα Δανιήλ: Νάντια Γεωργακοπούλου, Επιστροφή στη Νέα Αθήνα Κτίρια, πρόσωπα και διαδρομές από τον 19ο αιώνα, Εκδ. Αλεξάνδρεια, 2021 [1])
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη πλούτος
Μεταφράσεις επεξεργασία
οψίπλουτος
|
Πηγές επεξεργασία
- οψίπλουτος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)