Δείτε επίσης: οψίπλουτος
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ὀψίπλουτος τὸ ὀψίπλουτον
      γενική τοῦ/τῆς ὀψιπλούτου τοῦ ὀψιπλούτου
      δοτική τῷ/τῇ ὀψιπλούτ τῷ ὀψιπλούτ
    αιτιατική τὸν/τὴν ὀψίπλουτον τὸ ὀψίπλουτον
     κλητική ! ὀψίπλουτε ὀψίπλουτον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ὀψίπλουτοι τὰ ὀψίπλουτ
      γενική τῶν ὀψιπλούτων τῶν ὀψιπλούτων
      δοτική τοῖς/ταῖς ὀψιπλούτοις τοῖς ὀψιπλούτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ὀψιπλούτους τὰ ὀψίπλουτ
     κλητική ! ὀψίπλουτοι ὀψίπλουτ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὀψιπλούτω τὼ ὀψιπλούτω
      γεν-δοτ τοῖν ὀψιπλούτοιν τοῖν ὀψιπλούτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὀψίπλουτος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ὀψί- (ὀψέ) + -πλουτος (πλοῦτος

  Επίθετο

επεξεργασία

ὀψίπλουτος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • (καθαρεύουσα) οψίπλουτος
    ※  Αλλ ̓ ὀψίπλουτος αὐτὸς ὢν , καὶ ἄμοιρος παντὸς εὐγενοῦς αἰσθήματος , ἦν πεπεισμένος ὅτι οὐδὲν καὶ οὐδεὶς ἐδύνατο ἀντιστῇ εἰς τὴν μαγείαν τοῦ πλούτου του , καὶ ὅτι δι ̓ αὐτοῦ ἤθελε κληρονομήσει καὶ τὴν προῖκα τῆς θυγατρός μου (Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, Άπαντα: τα φιλολογικά, τόμος 11, 1884, σελ. 27 [1])