ὀψίπλουτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ὀψίπλουτος | τὸ | ὀψίπλουτον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ὀψιπλούτου | τοῦ | ὀψιπλούτου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ὀψιπλούτῳ | τῷ | ὀψιπλούτῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ὀψίπλουτον | τὸ | ὀψίπλουτον | ||
κλητική ὦ! | ὀψίπλουτε | ὀψίπλουτον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ὀψίπλουτοι | τὰ | ὀψίπλουτᾰ | ||
γενική | τῶν | ὀψιπλούτων | τῶν | ὀψιπλούτων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ὀψιπλούτοις | τοῖς | ὀψιπλούτοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ὀψιπλούτους | τὰ | ὀψίπλουτᾰ | ||
κλητική ὦ! | ὀψίπλουτοι | ὀψίπλουτᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀψιπλούτω | τὼ | ὀψιπλούτω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὀψιπλούτοιν | τοῖν | ὀψιπλούτοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὀψίπλουτος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ὀψί- (ὀψέ) + -πλουτος (πλοῦτος
Επίθετο
επεξεργασίαὀψίπλουτος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)
- νεόπλουτος, οψίπλουτος
- ※ 4ος κε αιώνας ⌘ Μέγας Βασίλειος, τόμος 3ος, στήλη 289D (ομιλία προς τους πλουτούντας [homilia in divites]), ⌘Patrologia Graeca, τόμος 31, Επιμ. Migne @archive
- Ὅταν παρέλθω εἰς οἰκίαν ἀνδρὸς ἀπειροκάλου καὶ ὀψιπλούτου
- ※ 4ος κε αιώνας ⌘ Μέγας Βασίλειος, τόμος 3ος, στήλη 289D (ομιλία προς τους πλουτούντας [homilia in divites]), ⌘Patrologia Graeca, τόμος 31, Επιμ. Migne @archive
Δείτε επίσης
επεξεργασία- (καθαρεύουσα) οψίπλουτος
- ※ Αλλ ̓ ὀψίπλουτος αὐτὸς ὢν , καὶ ἄμοιρος παντὸς εὐγενοῦς αἰσθήματος , ἦν πεπεισμένος ὅτι οὐδὲν καὶ οὐδεὶς ἐδύνατο ἀντιστῇ εἰς τὴν μαγείαν τοῦ πλούτου του , καὶ ὅτι δι ̓ αὐτοῦ ἤθελε κληρονομήσει καὶ τὴν προῖκα τῆς θυγατρός μου (Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, Άπαντα: τα φιλολογικά, τόμος 11, 1884, σελ. 27 [1])
Πηγές
επεξεργασία- ὀψίπλουτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.