οχλοκρατικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οχλοκρατικός < οχλοκρατία + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική ochlocratic[1] / ochlocratical[1])
Επίθετο
επεξεργασίαοχλοκρατικός, -ή, -ό
- (πολιτική) που έχει σχέση με την οχλοκρατία ή αναφέρεται σ’ αυτή
Μεταφράσεις
επεξεργασία οχλοκρατικός
- ↑ 1,0 1,1 οχλοκρατικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)