Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɔ.klɔ.kʁa.tik/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
ochlocratique ochlocratiques

ochlocratique (fr) αρσενικό ή θηλυκό