ουροδυναμικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ουροδυναμικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική urodynamic < αρχαία ελληνική οὖρον + δυναμικός < δύναμις
Επίθετο επεξεργασία
ουροδυναμικός, -ή, -ό
- (ιατρική) που έχει σχέση με την ουροδυναμική ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ουροδυναμικός