ουροδυναμική
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ουροδυναμική < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική urodynamics < αρχαία ελληνική οὖρον + δυναμικός < δύναμις
Ουσιαστικό επεξεργασία
ουροδυναμική θηλυκό
- (ιατρική) η μελέτη της δυναμικής της ροής των ούρων μέσω του ουροποιητικού συστήματος
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- urodynamics στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
ουροδυναμική