ουραλικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /u.ra.liˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ου‐ρα‐λι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
ουραλικός, -ή, -ό
- (γεωγραφία) που έχει σχέση με τα Ουράλια όρη (ή τον Ουράλη ποταμό) ή αναφέρεται σ’ αυτά
- (γλωσσολογία) που έχει σχέση με τις Ουραλικές γλώσσες, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτές
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη Ουράλια