↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ουραλικός η ουραλική το ουραλικό
      γενική του ουραλικού της ουραλικής του ουραλικού
    αιτιατική τον ουραλικό την ουραλική το ουραλικό
     κλητική ουραλικέ ουραλική ουραλικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ουραλικοί οι ουραλικές τα ουραλικά
      γενική των ουραλικών των ουραλικών των ουραλικών
    αιτιατική τους ουραλικούς τις ουραλικές τα ουραλικά
     κλητική ουραλικοί ουραλικές ουραλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ουραλικός < Ουράλια / Ουράλης + -ικός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /u.ra.liˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ου‐ρα‐λι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

ουραλικός, -ή, -ό

  1. (γεωγραφία) που έχει σχέση με τα Ουράλια όρη (ή τον Ουράλη ποταμό) ή αναφέρεται σ’ αυτά
  2. (γλωσσολογία) που έχει σχέση με τις Ουραλικές γλώσσες, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτές

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία