↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Ουράλια
      γενική των Ουραλίων
    αιτιατική τα Ουράλια
     κλητική Ουράλια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ουράλια < γαλλική Oural[1] < ρωσική Ура́л (Urál) < μπασκίρ үр (ür, ανύψωση, υψίπεδο) ή γλώσσα μάνσι ур ала (ur ala: βουνοκορφή)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /uˈra.li.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ου‐ρά‐λι‐α

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ουράλια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)