Ουράλια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Ουράλια | ||
γενική | των | Ουραλίων | ||
αιτιατική | τα | Ουράλια | ||
κλητική | Ουράλια | |||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /uˈra.li.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ου‐ρά‐λι‐α
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Ουράλια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία-
Ουράλια στη Βικιπαίδεια