οσφυολαγόνιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οσφυολαγόνιος < οσφύς + -ο- + λαγόνιος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική sacroiliac)
Επίθετο
επεξεργασίαοσφυολαγόνιος, -η, -ο
Μεταφράσεις
επεξεργασία οσφυολαγόνιος
οσφυολαγόνιος, -η, -ο