πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λαγόνα οι λαγόνες
      γενική της λαγόνας των λαγονών
    αιτιατική τη λαγόνα τις λαγόνες
     κλητική λαγόνα λαγόνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
λαγόνα < αρχαία ελληνική λαγών από την αιτιατική: λαγόνα[1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

λαγόνα θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

λαγόνα θηλυκό